- αιμόφθαλμος
- -η, -ο (Μ αἱμόφθαλμος, -ον)αυτός που έχει αιματώδη μάτια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοφθαλμία — η Ιατρ. αιμορραγία στο εσωτερικό τού οφθαλμού, οφειλόμενη σε κάκωση ή αιμορραγική διάθεση (αιμοφιλία, νόσοι τών αγγειακών τοιχωμάτων κ.λπ.). Συνών. αιμόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophthalmia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (<… … Dictionary of Greek